- παραβάτην
- преступникапреступником
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παραβάτην — παραβάτης one who stands beside masc acc sg (attic epic ionic) παραβαίνω go by the side of aor ind act 3rd dual (epic) παραβαίνω go by the side of aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)